λευκομυελίτιδα

λευκομυελίτιδα
η
ιατρ. φλεγμονή που προσβάλλει κυρίως τη λευκή ουσία τού νωτιαίου μυελού
2. φρ. «χρόνια οπίσθια λευκομυελίτιδα» — η νωτιαδα φθίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucomyelite < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + myelite (< myel- < μυελός + κατάλ. -ite)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • μυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης πάθηση του νωτιαίου μυελού. Εμφανίζεται στη φαιά ουσία του νωτιαίου μυελού (πολιομυελίτιδα) ή τη λευκή ουσία του (λευκομυελίτιδα) και, μερικές φορές, σε ολόκληρο το πλάτος του νωτιαίου μυελού (εγκάρσια μ.). Παρόμοια βλάβη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”